εμπυριβήτης

εμπυριβήτης
ἐμπυριβήτης, ο (Α) [εν, πυρ, βαίνω]
τρίποδας που τοποθετείται πάνω στη φωτιά, κν. σιδεροστιά, πυροστιά («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην», Ομ. Ιλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐμπυριβήτης — made for standing on the fire masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυριβητῶν — ἐμπυριβήτης made for standing on the fire masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυριβῆται — ἐμπυριβήτης made for standing on the fire masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυριβήτην — ἐμπυριβήτης made for standing on the fire masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυριβήτου — ἐμπυριβήτης made for standing on the fire masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυριβήτῃ — ἐμπυριβήτης made for standing on the fire masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυριβήτας — ἐμπυριβήτᾱς , ἐμπυριβήτης made for standing on the fire masc acc pl ἐμπυριβήτᾱς , ἐμπυριβήτης made for standing on the fire masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”